- κούστωρ
- κούστωρ, ὁ, = Lat.A custos,
ἀρμώρω (ν) κ. Sammelb.6961
, al. ([place name] Nubia).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἀρμώρω (ν) κ. Sammelb.6961
, al. ([place name] Nubia).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κούστωρ — κούστωρ, ορος, ὁ (Α) πάπ. φύλακας, φρουρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. custos] … Dictionary of Greek